- επικυριαρχικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά που ανήκει ή αναφέρεται στην επικυριαρχία: Επικυριαρχικά δικαιώματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επικυριαρχικός — ή, ό [επικυριαρχία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επικυριαρχία («επικυριαρχικά δικαιώματα») … Dictionary of Greek